ερωτιάρης

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο και ερωτιάρικος, -η, ο
ερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κιτριν-ιάρης, κοκαλ-ιάρης, ψωρ-ιάρης κ.ά.)].