ετανός

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

ἐτανός, -ή, -όν (Μ)
ετήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έτ- του έτος + κατάλ. -ανός (πρβλ. στεγ-ανός, τραγ-ανός)].