Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
ἐτανός, -ή, -όν (Μ)ετήσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έτ- του έτος + κατάλ. -ανός (πρβλ. στεγ-ανός, τραγ-ανός)].