ευάγω

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

εὐάγω (Α)
οδηγώ σωστά («ἐπὶ τὸ ἄληπτόν τε καὶ ἀόριστον εὐαχθήσεται ἡμῶν ἡ διάνοια», Γρηγ. Νύσσ.)
ίσως ορθότερη γραφή: εὖ ἀχθήσεται (εὖ ἄγω).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγω (πρβλ. αν-άγω, κατ-άγω)].