ετοιμόφθορος

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

ἑτοιμόφθορος, -ον (Α)
(με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, που φθείρεται εύκολα («ὁ στάχυςἑτοιμόφθορος», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ναύ-φθορος «ναυαγός»].