δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἐχθός (Α)επίρρ. εκτός.[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. (λοκρικής, δελφικής διαλέκτου) του εκτός (< εξ + επιρρ. κατάλ. -τος), πρβλ. εν-τός, λατ. in-tus].