Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
ἡμίγαμος, -ον (Α)
(για γυναίκες) η κατά το ήμισυ ύπανδρη, αυτή που ο γάμος της δεν έγινε κατά τους νόμους, μισοπαντρεμένη, παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. ά-γαμος, έγ-γαμος].