ζαλάδα

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

η
1. ζάλη, σκοτοδίνη
2. σκοτούρα, έγνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + -άδα (πρβλ. αγρι-άδα, αφηρημ-άδα)].