ημιγενής

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

ἡμιγενής, -ές (Α)
1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής
2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γενής (< γένος), πρβλ. α-γενής, ομο-γενής].