πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
-έςαυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιόφιλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρης (< χάρος, το), πρβλ. οινο-χαρής, περι-χαρής].