ημιθωράκιο

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (Α ημιθωράκιον)
το πρόσθιο μισό μέρος του θώρακα, δεξιό ή αριστερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + θωράκ-ιο(ν) (< θ. θωρακ- του θώραξ, -ακος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].