ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἠχόπους, -ουν (Μ)αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την κρούση τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -πους (< πους), πρβλ. λεπτό-πους, χρυσό-πους].