-ές1. αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο2. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο3. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. η ηλιοφανήςαραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογο-φανής, οφθαλμο-φανής].