ηλιοφανής

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που λάμπει σαν τον ήλιο
2. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
3. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. η ηλιοφανής
αραχνίδιο της οικογένειας σαλτικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φανης (< φαίνω), πρβλ. ευλογοφανής, οφθαλμοφανής].