Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
θηριοβόλος, -ον (Α)
τόπος που βγάζει θηρία, που φιλοξενεί άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. εκατη-βόλος, εκη-βόλος.