θηριοβόλος

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

θηριοβόλος, -ον (Α)
τόπος που βγάζει θηρία, που φιλοξενεί άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. εκατη-βόλος, εκη-βόλος.