θηρόδηκτος
English (LSJ)
ον, A stung by a serpent, Sch.S.Ph.696.
German (Pape)
[Seite 1210] von Thieren, Schlangen gebissen, Schol. Soph. Phil. 717.
Greek (Liddell-Scott)
θηρόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ὄφεως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 717.
Greek Monolingual
θηρόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που τον έχει δαγκώσει φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -δηκτος (< δάκνω), πρβλ. ανθρωπό-δηκτος, εχιό-δηκτος].