θρομβίνη

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η
χημ. ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή του ινωδογόνου σε ινώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombin < thromb- (πρβλ. θρόμβ-ος) + -in].