δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ηχημ. ένζυμο που συντελεί στη μετατοοπή του ινωδογόνου σε ινώδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombin < thromb- (πρβλ. θρόμβ-ος) + -in].