θωρακοσκοπία

Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση της κοιλότητας του υπεζωκότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracoscopie < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -scopie (πρβλ. -σκοπία < -σκόπος < σκέπτομαι)].