θωρακόστρακα

Revision as of 09:54, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τα
ζωολ. παλαιά ονομασία των οστρακόδερμων, που περιλαμβάνουν είδη, όπως οι καραβίδες, με θωρακικούς δακτυλίους ενωμένους με τον κεφαλοθώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracostrace < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -ostrace (πρβλ. όστρακο)].