ταζωολ. παλαιά ονομασία των οστρακόδερμων, που περιλαμβάνουν είδη, όπως οι καραβίδες, με θωρακικούς δακτυλίους ενωμένους με τον κεφαλοθώρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracostrace < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -ostrace (πρβλ. όστρακο)].