ιερογλύφος
Greek Monolingual
ο (Α ἱερογλύφος)
αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύφος, σμιλι-γλύφος].
ο (Α ἱερογλύφος)
αυτός που χαράζει ιερογλυφικά γράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύφος, σμιλι-γλύφος].