Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
ἱκεταδόκος, -ον (Α)αυτός που δέχεται τους ικέτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωρο-δόκος, ξενο-δόκος.