ιερακίδες
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
Greek Monolingual
οἱ
οικογένεια πτηνών της τάξης ιερακόμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. falconidae (< falcon «ιέραξ» + κατάλ. idae < -ίδες)].