θυμόκλωστος

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek Monolingual

θυμόκλωστος, -ον (Μ)
κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ-κλωστος, λινό-κλωστος].