ισχνοεπής

From LSJ
Revision as of 10:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

ἰσχνοεπής, -ές (Μ)
αυτός που συζητά λεπτομερώς, αυτός που λεπτολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αισχρο-επής, αμετρο-επής].