ισχνοεπής

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

ἰσχνοεπής, -ές (Μ)
αυτός που συζητά λεπτομερώς, αυτός που λεπτολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αισχροεπής, αμετροεπής].