ισχνοεπής
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
Greek Monolingual
ἰσχνοεπής, -ές (Μ)
αυτός που συζητά λεπτομερώς, αυτός που λεπτολογεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αισχροεπής, αμετροεπής].