ισχιομηρικός
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
-ή, -ό
φρ. «ισχιομηρικός σύνδεσμος» — ο σύνδεσμος της οπίσθιας πλευράς του αρθρικού θυλάκου, ο οποίος αναστέλλει τη στροφή του μηρού προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + μηρ-ικός (< μηρός). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. coxofemoral) και μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].