ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
ἰχθυακός, -ή, -όν (Α)1. ιχθυϊκός2. φρ. «ἰχθυακή πύλη» — πύλη στην οποία πωλούσαν ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + κατάλ. -ακος (πρβλ. ηλι-ακός, κοιλι-ακός)].