μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death
ἰθυδρόμος, -ον (Α)ευθυδρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο-δρόμος, πελαγο-δρόμος.