Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιόστεπτος

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

ἰόστεπτος, -ον (Α)
στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό-στεπτος, πιτύ-στεπτος].