ιόστεπτος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
ἰόστεπτος, -ον (Α)
στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό-στεπτος, πιτύ-στεπτος].