ἰόστεπτος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
German (Pape)
[Seite 1256] veilchenumkränzt.
Greek Monolingual
ἰόστεπτος, -ον (Α)
στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριόστεπτος, πιτύστεπτος].