κακοφράδμων

Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

German (Pape)

[Seite 1305] ον, = κακοφραδής, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφράδμων: -ον, = κακοφραδής, Φαβωρῖν. πρβλ. κακοχρήσμων.

Greek Monolingual

κακοφράδμων και κακοφράσμων, -ον (Α)
(ποιητ. λ.) κακοφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ-φράδμων.