κακοφράδμων

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

German (Pape)

[Seite 1305] ον, = κακοφραδής, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφράδμων: -ον, = κακοφραδής, Φαβωρῖν. πρβλ. κακοχρήσμων.

Greek Monolingual

κακοφράδμων και κακοφράσμων, -ον (Α)
(ποιητ. λ.) κακοφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυφράδμων.