[Seite 1431] τό, = κήληθρον, Hesych.
κήλητρον: τό, θέλγητρον, Ἡσύχ.· πρβλ. κήληθρον.
κήλητρον, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) κήληθρον, μαγικό φίλτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα -ητρον (πρβλ. μίσ-ητρον, φίλ-ητρον)].