κήλητρον

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

German (Pape)

[Seite 1431] τό, = κήληθρον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κήλητρον: τό, θέλγητρον, Ἡσύχ.· πρβλ. κήληθρον.

Greek Monolingual

κήλητρον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κήληθρον, μαγικό φίλτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα -ητρον (πρβλ. μίσητρον, φίλητρον)].