κατακαρφής

Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ές, A dried, φλοιός (of a turnip) Nic.Fr.70.9.

Greek Monolingual

κατακαρφής, -ές (Α)
(για φλοιό) αποξηραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρφής (< κάρφος «άχυρο»), πρβλ. α-καρφής].