κλεψίσοφος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίσοφος: -ον, προσποιούμενος τὸν σοφόν, κλεψίσοφοι νοθεύοντες τὰς γραφὰς Μεθόδ. σ. 376Β.
Greek Monolingual
κλεψίσοφος, -ον (AM)
αυτός που προσποιείται τον σοφό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψί- (< κλέπτω) + -σοφός (< σοφός), πρβλ. πάν-σοφος, φιλό-σοφος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].