κοιλοσώματος

Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A hollow-bodied, κύτος Antiph.52.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοσώματος: -ον, ἔχων κοῖλον σῶμα, κύτος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2.

Greek Monolingual

κοιλοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλο, κούφιο σώμακύτος κοιλοσώματον», Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -σώματος (< σῶμα, -τος) πρβλ. λευκο-σώματος, ολιγο-σώματος].