κοιλοσώματος

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλοσώματος Medium diacritics: κοιλοσώματος Low diacritics: κοιλοσώματος Capitals: ΚΟΙΛΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: koilosṓmatos Transliteration B: koilosōmatos Transliteration C: koilosomatos Beta Code: koilosw/matos

English (LSJ)

κοιλοσώματον, hollow-bodied, κύτος Antiph.52.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοσώματος: -ον, ἔχων κοῖλον σῶμα, κύτος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2.

Greek Monolingual

κοιλοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλο, κούφιο σώμακύτος κοιλοσώματον», Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -σώματος (< σῶμα, -τος) πρβλ. λευκοσώματος, ολιγοσώματος].