κοινοσάρκιο

Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ζωολ. παχύ τοίχωμα τών πολυπόδων τών κοιλεντεροζώων το οποίο εκκρίνει το κοινέγχυμα που ενώνει μεταξύ τους τα άτομα και μπορεί να δώσει με εκβλάστηση τα νέα ζωίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenosarcium < coeno- (πρβλ. κοινός) + -sarc- (πρβλ. σαρξ, σαρκ-ός) + ium (πρβλ. -ιον)].