κλεψίλογος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
-ο (Α κλεψίλογος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέψι- (< κλέπτω) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ευρησί-λογος, λυπησί-λογος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].