κοντοπόδαρος

Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κοντοπόδαρος)
αυτός που έχει κοντά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -πόδαρος (< ποδ-άρι), πρβλ. λαγο-πόδαρος, φτερο-πόδαρος].