κοπροστερόλη

Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) καταβολίτης της χοληστερόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. coprosterol < copro- (πρβλ. κόπρος) + -sterol κατ' αποκοπήν από το cholesterol (πρβλ. χοληστερόλη)].