χοληστερόλη
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
η, Ν
(βιοχ.) κηρώδης ουσία ζωτικής προέλευσης, που έχει θεμελιώδη σημασία για τη ζωή και απαντά στο αίμα και σε όλους τους ζωικούς ιστούς, αλλ. χοληστερίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholesterol < cholester-in (βλ. χοληστερίνη) + κατάλ. -ol της χημ. ορολογίας].