κορυφοτομία

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217

Greek Monolingual

η
το κόψιμο τών κορυφών φυτού, το κορφολόγημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + -τομία (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο-τομία, υλο-τομία.