κοριτσίστικος

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κορίτσι («κοριτσίστικη συμπεριφορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. αγορ-ίστικος, θεατριν-ίστικος)].