κοχλιόκρανο

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

το
η κεφαλή του κοχλία, της βίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -κρανον (< αμάρτυρο κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί-κρανον, ωλέ-κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].