δάκνω
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
Hippon.49.6 (cj.), A.Th.399, etc.: fut.
A δήξομαι Hp.Nat.Mul.16, Mul.1.18 (v.l. δάξεται): pf. δέδηχα Babr. 77: aor. 1 ἔδηξα late, Luc.Asin.9: aor. 2 (the only tense in Hom.) ἔδᾰκον Batr.181, Tyrt.10.32, etc., Ep. δάκε Il.5.493, redupl. δέδακε AP12.15 (Strat.): Ep. inf. δακέειν Il.17.572: —Pass., δάκνομαι Thgn.910: fut. δηχθήσομαι E. Alc. 1100: aor. ἐδήχθην S.Tr.254, Ar. Ach.18, etc.; later ἐδάκην Aret.SD2.2: pf. δέδηγμαι Ar.Ach. 1, etc.; Dor. δεδαγμένος Pi.P.8.87, Call.Epigr.50 codd.:—bite, of dogs, δακέειν μὲν ἀπετρωπῶντο λεόντων Il.18.585; of a gnat, ἰσχανάᾳ δακέειν 17.572; στόμιον δ. champ the bit, A.Pr.1009; χεῖλος ὀδοῦσι δακών, as a mark of stern determination, Tyrt.l.c.: abs., δακὼν ἀνάσχου Men. Sam.141; δ. στόμα bite one's tongue, so as to refrain from speaking, πρὸ τῶν τοιούτων χρὴ λόγων δ. στόμα A.Fr.397, cf. S.Tr.976; δ. ἑαυτόν to bite one's lips for fear of laughing, Ar.Ra.43; so (by a joke παρὰ προσδοκίαν) δ. θυμόν Id.Nu.1369; δ. χόλον A.R.3.1170. II metaph. of pungent smoke and dust, sting, Ar.Ach.18, Lys.298, Pl. 822; δ. ὄμματα, of dry winds, Hp.Aph.3.17. III of the mind, bite, sting, δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μῦθος Il.5.493, cf. Hes.Th.567; ἔδακε λύπη Hdt.7.16.a'; συμφορὰ δ. A.Pers.846; λόφοι δὲ κώδωντ' οὐ δάκνουσ' ἄνευ δορός have no sting, Id.Th.399; σαίνουσα δάκνεις S.Fr. 885; τὸ δάκνον τῆς συμβουλῆς Jul.Or.7.207d; of love, πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ τὸν φιλόπαιδα δάκνουσι Pl.R.474d:—freq. in Pass., δηχθεῖσα κέντροις . . ἠράσθη E.Hipp.1303; ἔρωτι δεδαγμένος Call. l.c.; of vexation, δάκνομαι ψυχήν Thgn.910; συμφορᾷ δεδαγμένοι Pi.l.c.; δέδηγμαι καρδίαν Ar.Ach.1; ὑπὸ τῆς δαπάνης Id.Nu.12; πρός τι, ἐπί τινι, at a thing, S.Ph.378, X.Cyr.4.3.3; ὑπὸ τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων Pl.Smp.218a: c.part., ἐδήχθη ἀκούσας X.Cyr.1.4.13. (Cf.Skt.dáśati 'bite', Goth. tahjan 'tear'.)