κριομαχώ

From LSJ
Revision as of 13:58, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monolingual

κριομαχῶ, -έω (Α)
μάχομαι χρησιμοποιώντας πολιορκητικό κριό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο-μαχώ, ναυ-μαχώ].