μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
κριομαχῶ, -έω (Α)μάχομαι χρησιμοποιώντας πολιορκητικό κριό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο-μαχώ, ναυ-μαχώ].