κρομμυδίτσιν
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Greek Monolingual
κρομμυδίτσιν και κρομμυδίτζιν, τὸ (Μ)
μικρό κρεμμύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρομμύδιν + μσν. υποκορ. κατάλ. -ίτσιν (πρβλ. κουλλουρ-ίτσιν, κρασ-ίτσιν)].