λάμπος
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
το
λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ρ. λάμπω, που δηλώνει αφηρημένη έννοια (πρβλ. λανθάνω: λάθος, σκοτίζω: σκότος)].