λάτρης

From LSJ
Revision as of 14:21, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

German (Pape)

[Seite 18] ὁ, = λάτρις, zw., s. λάτρον.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λάτρις και λάτρισσα (AM λάτρης, ὁ και λάτρις, ό, ή)
αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά κάτι σαν θεό, λατρευτής
νεοελλ.-μσν.
αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα (α. «λάτρης του ωραίου» β. «λάτρης του χρήματος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάτρον ή κατ' απόσπαση από σύνθετα σε -λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης)].